- δεκαστής
- ο (θηλ. δεκάστρια) (Μ δεκαστής) [δεκάζω]αυτός που δωροδοκεί δικαστή, μάρτυρα ή υπάλληλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκαστής — ο θηλ. ρια αυτός που δεκάζει, δωροδοκεί, εξαγοράζει συνειδήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)